-
1 θεηλατος
21) призываемый богомβοῦς πρὸς βωμὸν θ. Aesch. — телица, гонимая (самим) богом к алтарю (на заклание)
2) по воле богов установленный, богами ниспосланный(πρᾶγμα Soph.; συμφορά Eur.; φθορή Her.; ἆται Plut.)
3) внушенный богом, боговдохновенный(μάντευμα Soph.)
4) посвященный богам, божественный(ἕδραι Eur.)
См. также в других словарях:
λακτίζω — (AM λακτίζω) 1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῡς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.) 2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιον μσν. (για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνα αρχ … Dictionary of Greek